- εγγαριάτικος
- -ή, -ό, Ν1. φεγγαρένιος·2. μτφ. α) σεληνιαζόμενοςβ) ιδιότροπος·3. το ουδ. ως ουσ. το φεγγαριάτικοο σεληνιασμός4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φεγγαριάτικαοι ιδιοτροπίες, οι λόξες, οι παραξενιές κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. ανοιξ-ιάτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.